τσούζω

τσούζω
(αόρ. ετσουξα) μετ. , αμετ.
1) жечь; обжигать; вызывать жжение;

με τσούζουν τα μάτια — мне жжёт глаза;

τό κρύο τσούζει — мороз обжигает;

2) перен. задевать, обижать, причинить жгучую боль;
αυτό τον ετσουξε βαθειά это причинило ему жгучую боль;

§ τό τσούζ — выпивать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τσούζω" в других словарях:

  • τσούζω — τσούζω, έτσουξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. τσούζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσούζω — Ν 1. προκαλώ καυστικό πόνο («μέ έτσουξε το φάρμακο») 2. μτφ. πληγώνω κάποιον ηθικά, τόν θίγω («τόν έτσουξαν οι βρισιές του») 3. (αμτβ.) είμαι δριμύς, τσουχτερός (α. «τσούζει η γλώσσα μου») 4. φρ. «τό [ή τα] τσούζω» πίνω, μεθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • τσούζω — έτσουξα 1. μτβ. και αμτβ., προξενώ καυστικό πόνο όμοιο με πόνο από έγκαυμα: Τον τσούζει το οινόπνευμα. 2. μτφ., προκαλώ ηθικό πόνο, θίγω κάποιον, πληγώνω ηθικά: Τα λόγια σου τον έτσουξαν. 3. αμτβ., είμαι δριμύς, τσουχτερός (κυριολ. και μτφ.): Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσούξιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσούζω, καυστικός πόνος 2. πόση οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσούξ τού αορ. έ τσουξ α τού τσούζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • διέλκω — (Α) [έλκω] 1. ανοίγω διάπλατα 2. σέρνω, τραβώ μέσα από κάτι ή κάπου 3. τραβώ πλοία στην ξηρά 4. τραβώ, κινώ πάνω κάτω 5. συνεχίζω να πίνω, το τσούζω 6. παθ. (για χρόνο) παρατείνω 7. παθ. (για ανάγνωση χειρογράφων) διαβάζομαι ξεχωριστά,… …   Dictionary of Greek

  • καταφλέγω — (AM καταφλέγω) (επιτ. τού φλέγω) 1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ 2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω («τόν καταφλέγει ο έρωτας») μσν. 1. καταδικάζω, τιμωρώ 2. πυρώνω μσν. αρχ. προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • τσούχτρα — η, Ν 1. είδος μικρού εντόμου, τού οποίου το δάγκωμα προκαλεί τσούξιμο 2. κοινή ονομασία σκυφοζώων που ανήκουν στην υφομοταξία σκυφομέδουσες και τα οποία, όταν τά αγγίξει κανείς, προκαλούν οδυνηρό κνησμό και ερύθημα 3. μτφ. (για πρόσ.) δηκτικός,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»